Klaus P. Regling is a German economist and current Chief Executive Officer of the European Financial Stability Facility (EFSF) and Managing Director of the European Stability Mechanism (ESM). Although, he has admitted the fact that the institutions had underestimated the depth of the Greek crisis, he never opted for an alternative handling.
Via: Our rough days are not over as of yet… | EFSYN (in Greek)
Οι άγριες μέρες μας δεν τέλειωσαν ακόμα…
25.01.2020
Δημήτρης Τερζής
Την πρώτη πενταετία της κρίσης διαδέχεται η πενταετία με τον ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία ώς τις εκλογές του περασμένου Ιουλίου: η κάμερα παρακολουθεί τους πρωταγωνιστές στο άδυτο των Βρυξελλών, στα παρασκήνια του θυελλώδους πρώτου εξαμήνου, εστιάζει στο πρόσωπο της Μάγδας Φύσσα παρά στην ίδια τη δίκη των ναζιστών, ακολουθεί πρόσφυγες που βλέπουν το όνειρό τους να τελειώνει στην Ειδομένη, πλανάρει τον Ζακ πρώτα ζωντανό κι ανέμελο και ύστερα στο πεζοδρόμιο να τον χτυπούν βάναυσα πολίτες και αστυνομικοί… Δυνατές σκηνές, έντονα συναισθήματα και μια πίκρα σαν του μετανάστη που μονολογεί «στα μέρη μας οι άνθρωποι πεθαίνουν μια φορά. Εδώ πεθαίνουν κάθε μέρα».
«Κρείσσον γαρ εισάπαξ θανείν ή τας απάσας ημέρας πάσχειν κακώς»
μτφρ. «Καλύτερα να πεθάνουμε μια φορά παρά να υποφέρουμε άσχημα όλες τις μέρες».
Αισχύλος, «Προμηθέας Δεσμώτης»
Ιανουάριος 2015. Η «πρώτη φορά Αριστερά» αναλαμβάνει τη διακυβέρνηση της χώρας. Η Ευρώπη χλομιάζει και μόνο στο άκουσμα της είδησης. Τα πρωτοσέλιδα των ξένων εφημερίδων εκφράζουν μια έντονη αβεβαιότητα για την επόμενη μέρα, όχι μόνο της Ελλάδας, αλλά και της ίδιας της ευρωζώνης. Ο κόσμος στον δρόμο παραληρεί… Ελπίζει στην αλλαγή.
Βλέπω τα πρώτα πλάνα του ντοκιμαντέρ «ΑΓΟΡΑ ΙΙ: Δεσμώτες», του δημοσιογράφου Γιώργου Αυγερόπουλου. Βρίσκομαι στο δωμάτιο ενός στούντιο, καθισμένος απέναντι από μια μεγάλη οθόνη. Η ταινία θα βγει στις αίθουσες στις 13 Φεβρουαρίου. Είναι το δεύτερο μισό της κινηματογραφικής καταγραφής της ελληνικής κρίσης, έξι χρόνια μετά την πρώτη ΑΓΟΡΑ, που κατέγραψε την περίοδο 2009-2014. Η ιστορία αρχίζει τον Ιανουάριο του 2015 και καταλήγει στις εκλογές του Ιουλίου του 2019.
Ορισμένα από τα πλάνα των πρώτων λεπτών προέρχονται από την πρώτη ταινία (π.χ. η μεταφορά των συλληφθέντων χρυσαυγιτών στην ΓΑΔΑ, λίγο καιρό μετά τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα). Είναι μια τεχνική του δημιουργού να πετύχει τον σύνδεσμο μεταξύ των δύο ταινιών, του τότε με το μετέπειτα. Κατά συνέπεια, το νήμα της κινηματογραφικής και δημοσιογραφικής αφήγησης δεν κόβεται, μένει εκεί να μας θυμίζει ότι όλα συνδέονται, η Ιστορία προχωράει, με ίδιους ή και διαφορετικούς πρωταγωνιστές, αλλά πάντοτε με τα ίδια θύματα. Εν προκειμένω τον απλό κόσμο. Ελληνες και ξένους.
Οποιος έχει δει το πρώτο ΑΓΟΡΑ, βλέποντας το δεύτερο θα διαπιστώσει ότι το αφηγηματικό μοτίβο που έχει επιλέξει ο δημιουργός του είναι ακριβώς ολόιδιο.
Κεντρικό αφήγημα αποτελεί η κατάσταση της χώρας, εν προκειμένω η άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία, ενός κόμματος που κλήθηκε να ανατρέψει τα δεδομένα, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά σε ολόκληρη την Ευρώπη. Ιδιαίτερο βάρος δίνεται στα παρασκήνια του πρώτου εξαμήνου, με την κάμερα να παρακολουθεί τους πρωταγωνιστές στο άδυτο των Βρυξελλών, στα θυελλώδη Eurogroup, στις μεταμεσονύκτιες συναντήσεις με τους δανειστές, «αιχμαλωτίζοντας» τις αντιδράσεις (κινήσεις, γκριμάτσες, λόγια) των πρωταγωνιστών στο άκουσμα μιας συνήθως αρνητικής, για την Ελλάδα, εξέλιξης.
Η άλλη όψη
Παράλληλα, και με την πάροδο της πενταετίας, το ντοκιμαντέρ αφηγείται και ορισμένες παράπλευρες ιστορίες, που αποτελούν την άλλη όψη του νομίσματος. Η κάμερα εστιάζει περισσότερο στο πρόσωπο της Μάγδας Φύσσα και λιγότερο στην ίδια τη δίκη των νεοναζιστών. Η κάμερα βρέχεται στα νερά του Αιγαίου, την ώρα που μια βάρκα με πρόσφυγες φτάνει στις ακτές της Μυτιλήνης.
Η κάμερα παρακολουθεί την απόγνωση της Λίας, μιας γυναίκας από τη Θεσσαλονίκη, που αναγκάζεται να ζει στην Ελλάδα της κρίσης με τα χρήματα που στέλνει ο νεομετανάστης -στη Γερμανία- άνδρας της, ενώ ταυτόχρονα καταγράφει την ιστορία ενός νέου γιατρού, ο οποίος δεν βλέπει κανένα μέλλον στη χώρα.
Με αυτά τα δεδομένα, το ΑΓΟΡΑ ΙΙ θα μπορούσε να χαρακτηριστεί πολιτικό και κοινωνιολογικό θρίλερ. Και πράγματι είναι. Οι σκηνές της διαπραγμάτευσης του πρώτου εξαμήνου, όπου ο φακός εστιάζει στα πρόσωπα των πρωταγωνιστών (του Αλέξη Τσίπρα, του Γιάνη Βαρουφάκη, του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, του Γερούν Ντάισελμπλουμ κ.ά.), διανθισμένες από μίνι συνεντεύξεις ανθρώπων – κλειδιά εκείνης της εποχής, όπως του Κλάους Ρέγκλινγκ, του Τζακ Λιου, του Αλέξη Τσίπρα, του Γιάνη Βαρουφάκη, του Ζαν-Πιερ Μοσκοβισί, αλλά και του Γάλλου φιλοσόφου Αλέν Μπαντιού, χτίζουν ένα πλήρες αφηγηματικό οικοδόμημα που περιγράφει τι ακριβώς έγινε τότε.
«Σε μια κρίση, λάθη γίνονται», ομολογεί με περίσσιο κυνισμό ο γενικός διευθυντής του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ESM), Κλάους Ρέγκλινγκ, σε μια προσπάθεια να τινάξει απ’ τους ώμους της Ευρώπης τις ευθύνες για τις συνέπειες της πολιτικής αυστηρής λιτότητας στην Ελλάδα.
«Πάμε για πόλεμο»
«Πλησιάζουμε στην αρένα», δηλώνει μέσα στο αυτοκίνητο που τον πηγαίνει στο Eurogroup ο Γιάνης Βαρουφάκης, «θέλουν να κλείσουν τις τράπεζες, πάμε για πόλεμο», λέει ο ίδιος άνθρωπος σε μια άλλη σκηνή, στα γραφεία της ελληνικής αντιπροσωπείας στις Βρυξέλλες. Η απόγνωση και η κατήφεια στα πρόσωπα των παριστάμενων είναι έκδηλες.
Ο Αλέξης Τσίπρας κοιτάζει το κινητό του, ανησυχεί για τα πλεονάσματα, θέλει διαβεβαιώσεις για μείωση του χρέους, τα φλας αστράφτουν, οι Ευρωπαίοι εμφανίζονται αδιάλλακτοι, ο Ντάισελμπλουμ εκβιάζει, «αυτό είναι το χαρτί που πρέπει να υπογράψετε», ο χρόνος διαστέλλεται και συστέλλεται ταυτόχρονα… Η ήττα διαφαίνεται στον ορίζοντα, το ΟΧΙ, όσο βροντερό κι αν είναι, φτάνει σε ώτα μη ακουόντων.
Ο φακός κάνει ζουμ στον τελευταίο ήρωα του ντοκιμαντέρ. Τον Ζακ Κωστόπουλο. Οταν ήταν ακόμα ζωντανός. Περπατάει στους δρόμους του κέντρου, μπαίνει στο σπίτι του, εκεί που τον υποδέχεται το σκυλάκι του που του κάνει χαρές. Μιλά για τις επιθέσεις που έχει δεχθεί, επειδή ανήκει στη ΛΟΑΤΚΙ κοινότητα. «Μόνο από Ελληνες έχω δεχθεί επιθέσεις, ποτέ από ξένους», λέει. Αρκετές σκηνές αργότερα, ο φακός τον δείχνει αιμόφυρτο στον δρόμο, με τους νοικοκυραίους στην αρχή και τους αστυνομικούς στη συνέχεια να κλοτσάνε ένα πτώμα.
Είναι η στιγμή που αισθάνομαι την ανάγκη να σταματήσω την ταινία, να βγω έξω, στον καθαρό αέρα και να κάνω ένα τσιγάρο. Είναι η στιγμή που ακόμα κι ένας δημοσιογράφος που ζει την καθημερινότητα της επικαιρότητας και υποτίθεται ότι με την πάροδο των χρόνων σ’ αυτό το επάγγελμα έχει αποκτήσει μια κάποια ανοσία στη διαχείριση της φρίκης μιας είδησης, φρικάρει και ο ίδιος με αυτό που έχει δει ξανά και ξανά στο παρελθόν.
Βάζω την ταινία ξανά μπροστά. Προσφυγικό. Μετανάστες. «Η θάλασσα ήταν ένα μαύρο σύννεφο απ’ τον κόσμο», λέει μια γιαγιά στη Μυτιλήνη. Η κάμερα ακολουθεί ένα ζευγάρι Σύρων προσφύγων, που όνειρό τους είναι να ζήσουν στην Ολλανδία.
Μυτιλήνη, Αθήνα, Ειδομένη. Ανάμεσά τους και το ζευγάρι. Ανθρωποι σε σκηνές που μαζεύουν ξερόκλαδα για να ανάψουν φωτιά και να ζεσταθούν. Ο πρωτόγονος άνθρωπος ένα βήμα πριν από τα κλειστά σύνορα. Ανθρωποι στο κρύο, στο χιόνι, στη βροχή.
Οσο και αν ακούγεται υπερβολικό τις σκηνές από την Ειδομένη θα μπορούσε να τις έχει γυρίσει κι ο μεγάλος μαέστρος, ο Θεόδωρος Αγγελόπουλος. Είναι η πιο ασήμαντη λεπτομέρεια που ερεθίζει τον αμφιβληστροειδή του θεατή. Οι σκηνές στη σειρά με φόντο μια απέραντη πεδιάδα, ο ήχος του ανέμου ανάμεσα στα χαλάσματα, το τριζοβόλισμα των ξύλων με τους πρόσφυγες γύρω απ’ τη φωτιά να καπνίζουν ένα στριφτό τσιγάρο.
Πίσω στην Αθήνα. Το ζευγάρι μαζί με εκατοντάδες άλλους δεν κατάφεραν να περάσουν τα σύνορα που η ανθρωπιστική Ευρώπη έκλεισε με κρότο. Τριγυρνούν στην Αθήνα και κοιτάζουν με απορία τους άστεγους στον δρόμο. Ο Τζουάν, ο άνδρας, λέει: «Στα μέρη μας οι άνθρωποι πεθαίνουν μια φορά. Εδώ πεθαίνουν κάθε μέρα»… Αναρωτιέσαι αν έχει διαβάσει τον «Προμηθέα Δεσμώτη» και το λέει αυτό.
Το βίντεο δείχνει 1 ώρα και 50 λεπτά. Η ταινία τελειώνει με τον ίδιο τρόπο της πρώτης ταινίας. Ο δημιουργός μάς ενημερώνει για τη μοίρα των πρωταγωνιστών. Η οθόνη σκοτεινιάζει, πέφτουν οι τίτλοι, ακούγεται το τραγούδι: «Αγριες οι μέρες μας…». Ο θεατής θα χρειαστεί χρόνο για να συνειδητοποιήσει τι ακριβώς είδε. Χρόνο απαραίτητο για να σκεφτεί, να φιλτράρει την εικόνα και τον λόγο. Χρόνος υπάρχει. Αναμενόμενο, μιας και οι άγριες μέρες μας δεν έχουν τελειώσει ακόμα.
«Ο,τι απέμεινε είναι ερείπια και ανοιχτές πληγές…»
• ΑΓΟΡΑ και ΑΓΟΡΑ ΙΙ. Η ντοκιμαντερίστικη καταγραφή της μνημονιακής Ελλάδας και των βασικότερων πτυχών της. Πώς αισθάνεσαι σήμερα, που τελείωσε όλη αυτή προσπάθεια, βλέποντας το υλικό συγκεντρωμένο, ολοκληρωμένο;
Είμαι ευτυχής που μου δόθηκε η ευκαιρία να καταγράψω οπτικοακουστικά ένα κομμάτι της σύγχρονης ελληνικής και ευρωπαϊκής ιστορίας. Να διατηρήσω με δύο ταινίες τεκμηρίωσης την ιστορική μνήμη. Γιατί όσα ζήσαμε μας πλήγωσαν και ό,τι μας πληγώνει το θάβουμε βαθιά. Δεν πρέπει όμως να ξεχαστούν, είναι πολύ σημαντικά για να ξεχαστούν. Πιστεύω πως έτσι οι μελλοντικές γενιές θα μπορούν να δομήσουν μια καλύτερη κοινωνία από τη σημερινή, αντλώντας πολλά συμπεράσματα από αυτήν την ταραγμένη δεκαετία.
• Τώρα που επιστρέψαμε στην «κανονικότητα», τι θα απαντούσες σε κάποιον που θα σε ρωτούσε «τι έγινε τελικά στην Ελλάδα» τη δεκαετία 2009 – 2019;
Η κοινωνία μας βίωσε μια καταστροφή σε πολλά επίπεδα, όχι μόνο στο οικονομικό, χλευάστηκε, απομυζήθηκε, τόλμησε να ελπίζει, πέρασε από τον ενθουσιασμό στην απογοήτευση, συμβιβάστηκε, προσπάθησε σκληρά να επιβιώσει, μετανάστευσε, είδε πρόσφυγες να πλημμυρίζουν τις πόλεις και αντέδρασε με αλληλεγγύη αλλά και με ξενοφοβία και ρατσισμό. Και πλέον, στην εποχή της «κανονικότητας», συντηρητικοποιείται.
Αυτό που απέμεινε είναι ερείπια. Ερείπια και ανοιχτές πληγές. Τα τραύματα θα πάρουν πολύ χρόνο να επουλωθούν και η διαδικασία θα είναι επώδυνη. Τίποτα δεν έχει τελειώσει ακόμα.
• Με την ΕΡΤ τελικά τι έγινε; Δέχθηκε να μπει συγχρηματοδότης στην ταινία; Εμπλέκεται κάπου;
Οπως γνωρίζετε, η ΕΡΤ ήταν συμπαραγωγός της ταινίας, μέχρι τη στιγμή που η νέα διοίκηση αποφάσισε να αποσυρθεί για τους δικούς της λόγους, κάτι που δεν ήταν σωστό κατά τη γνώμη μου. Εχω εξηγήσει αναλυτικά γιατί. Οπως και να ‘χει, είναι κρίμα που το λογότυπο του δημόσιου ραδιοτηλεοπτικού φορέα της Ελλάδας δεν βρίσκεται πλέον ανάμεσα στα λογότυπα των αντίστοιχων δικτύων της Γερμανίας WDR και της Γαλλίας (ARTE).
Ωστόσο, η ΕΡΤ αποφάσισε στη συνέχεια να προχωρήσει σε αγορά τηλεοπτικών δικαιωμάτων του AΓΟΡΑ 2 για την Ελλάδα, κάτι που διασφαλίζει ότι η ταινία θα μεταδοθεί τηλεοπτικά στη χώρα μας.
• Με τι θα ήθελες να ασχοληθείς στη συνέχεια; Εχεις κάποιο σχέδιο στο μυαλό σου;
Υπάρχουν διάφορες σκόρπιες ιδέες, αλλά απέχουν πολύ από το να καταρτίσουν ένα ολοκληρωμένο σχέδιο. Προς το παρόν, όλη η ενέργεια, τόσο η δική μου όσο και των συνεργατών μου, έχει διοχετευτεί στη διανομή της ταινίας στο εξωτερικό και στην Ελλάδα. Μέχρι στιγμής, πηγαίνει καλά. Οι πρώτες αντιδράσεις είναι εξαιρετικά θετικές.
Ο Γιώργος Αυγερόπουλος, αυτόπτης μάρτυς στα παρασκήνια της κρίσης, μιλά για το νέο, εκρηκτικό φιλμ του
24.01.2020
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ
Μετά το «AGORA – Από τη Δημοκρατία στις Αγορές», το οποίο προκάλεσε αίσθηση και βραβεύτηκε διεθνώς, ο Γιώργος Αυγερόπουλος επιστρέφει με τη δεύτερη ταινία του για την ελληνική κρίση που φέρει τον τίτλο «AGORA II – Δεσμώτες». Η LiFO την παρακολούθησε λίγο πριν προβληθεί στους κινηματογράφους και παρουσιάζει τους κεντρικούς της άξονες.
Eπισκέφτηκα τον Γιώργο Αυγερόπουλο στο γραφείο του, στον Νέο Κόσμο, που βρίσκεται απέναντι από τα θρυλικά γραφεία της «Ελευθεροτυπίας». Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1971. Εργάστηκε ως δημοσιογράφος στους μεγαλύτερους τηλεοπτικούς σταθμούς της Ελλάδας, καλύπτοντας θέματα εσωτερικής επικαιρότητας, αλλά και ως πολεμικός ανταποκριτής στα μέτωπα της Βοσνίας, της Κροατίας, του Ιράκ, του Αφγανιστάν, του Κοσόβου και της Παλαιστίνης. Κάλυψε γεγονότα που συγκλόνισαν τον κόσμο, όπως η εξέγερση στην Αλβανία, οι σεισμοί της Τουρκίας και του Ιράν και το ναυάγιο του MS Estonia, ενώ για τη δουλειά του έχει τιμηθεί με πολυάριθμες διακρίσεις από κρατικούς φορείς και μη κυβερνητικούς οργανισμούς.
Στο «AGORA II – Δεσμώτες» τον βλέπουμε να εστιάζει σε διάφορες πλευρές της πολιτικής, της κοινωνίας και της οικονομίας στη διάρκεια μιας πενταετίας (2015-2019). Οικονομική κρίση, ακροδεξιά, προσφυγικό, brain drain και Μακεδονικό είναι τα βασικά θέματα που πραγματεύεται το φιλμ. Πρωταγωνιστές, ο πρώην πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας, ο πρώην υπουργός οικονομικών Γιάνης Βαρουφάκης, ένα ζευγάρι προσφύγων απ’ τη Συρία, μία τραγική μάνα, μία οικονομική μετανάστρια και ένας νέος γιατρός.
Η σπουδαιότητα αυτής της ταινίας έγκειται στο γεγονός ότι ο Γιώργος Αυγερόπουλος ήταν ο μοναδικός κινηματογραφιστής που μπόρεσε να καταγράψει με εικόνα και ήχο ορισμένες αυθεντικές στιγμές και παρασκήνια κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων της ελληνικής κυβέρνησης με τους δανειστές το δραματικό πρώτο εξάμηνο του 2015.
“Όφειλα να κρατηθώ όσο γινόταν πιο μακριά από τη φασαρία, τις συζητήσεις και την επικαιρότητα, εάν επιθυμούσα να καταγράψω τη μεγάλη εικόνα, την Ιστορία, με την ψυχραιμία και τη σοβαρότητα που της αξίζουν.”
Κάπως έτσι, μετά το ευπώλητο βιβλίο την Ελένης Βαρβιτσιώτη και της Βικτώριας Δενδρινού με τίτλο «Η τελευταία μπλόφα: Το παρασκήνιο του 2015, οι συγκρούσεις, το Plan B» (εκδόσεις Παπαδόπουλος), η ταινία του Αυγερόπουλου έρχεται να αναδείξει, μέσω μιας άλλης οπτικής, τα γεγονότα που σημάδεψαν τη χώρα από τον Ιανουάριο μέχρι και τον Ιούλιο του 2015 αλλά και όσα ακολούθησαν τα επόμενα τέσσερα χρόνια.
Αυτή η καταγραφή αποδεικνύεται πολύ σημαντική, καθώς προσθέτει άλλο ένα κομμάτι στο παζλ εκείνων των ημερών. Φυσικά, η κινηματογραφική αποτύπωση συνεχίζεται και τα επόμενα έτη, σε άλλες ακανθώδεις στιγμές, όπως το Μακεδονικό ή η ολοκλήρωση του προγράμματος λιτότητας το καλοκαίρι του 2018. Πρόκειται για εξαιρετικά σπάνιο υλικό, με βάση το οποίο ο σκηνοθέτης δημιουργεί μια πολιτική, κοινωνική αλλά και μια βαθιά ανθρώπινη ταινία.
Κάποιες από τις σκληρές εικόνες που αντικρίζουμε στο φιλμ επικεντρώνονται στα προγράμματα σκληρής λιτότητας τα οποία προκάλεσαν μια άνευ προηγουμένου ανθρωπιστική καταστροφή. Δυόμισι εκατομμύρια πολίτες βρέθηκαν να ζουν κάτω από τα όρια της φτώχειας, το ΑΕΠ μειώθηκε κατά 25%, ενώ οι άνεργοι ξεπέρασαν το 1 εκατομμύριο.
Πολιτικοί, καθηγητές αλλά και προσωπικότητες διεθνούς βεληνεκούς μιλούν στην κάμερα του Γιώργου Αυγερόπουλου και μέσω των δικών τους αφηγήσεων αναζητούνται απαντήσεις για τις καθοριστικές πολιτικές και κοινωνικές εξελίξεις που βιώσαμε τα προηγούμενα χρόνια. Χαρακτηριστικά, ο φιλόσοφος Αλεν Μπαντιού υποστηρίζει, μεταξύ άλλων, ότι ήταν μια «πολιτική και ιδεολογική μάχη».
Εξαιρετικά ενδιαφέρουσες είναι οι τοποθετήσεις του Αλέξη Τσίπρα αλλά και του Γιάνη Βαρουφάκη. «Η δημιουργική ασάφεια ήταν τελικά προς όφελος των ισχυρών» επισημαίνει στην ταινία ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ, ενώ την ίδια στιγμή ο πρώην υπουργός Οικονομικών δίνει τις δικές του ερμηνείες για το δραματικό παρασκήνιο του 2015, λέγοντας κάποια στιγμή για το δημοψήφισμα του Ιουλίου του 2015: «Επιλέξαμε την περιπέτεια από την ταπείνωση». Όσον αφορά εκείνο το χρονικό σημείο, άξια αναφοράς είναι και η φράση του πρώην πρωθυπουργού, ο οποίος μας πληροφορεί πως κάποια στιγμή είπε σε Μέρκελ και Ολάντ: «Μπορεί να μην έχουμε ρευστότητα στις τράπεζες, αλλά έχουμε αέρα και αναπνέουμε».
Οι συνέπειες της προσφυγικής κρίσης είναι ευδιάκριτες στην ταινία. Οι εικόνες από το στρατόπεδο της Μόριας και την Ειδομένη είναι αρκετές για να αντιληφθούμε τα προβλήματα υποδομών και φιλοξενίας, τα λάθη και την απελπισία, τις συγκρούσεις καθώς και πολλούς από τους λόγους που οδήγησαν στη μεγάλη ανθρωπιστική τραγωδία. Συγχρόνως παρατηρούμε το μεταδοτικό κύμα αγάπης και την ανταπόκριση των κατοίκων του νησιού της Λέσβου.
Επόμενος σταθμός της ταινίας οι δολοφονίες του Παύλου Φύσσα και του Ζακ Κωστόπουλου. Στο συγκεκριμένο φιλμ η Μάγδα Φύσσα δίνει μια ειλικρινή και συγκινητική συνέντευξη, στην οποία θα πει χωρίς δισταγμό για τα μέλη της Χρυσής Αυγής: «Να επιστρέψουν στις τρύπες τους». Ο Γιώργος Αυγερόπουλος παρουσιάζει κάποια αποσπάσματα από παλιότερη συνέντευξη του Ζακ Κωστόπουλου και, πέρα από τη στιγμή της δολοφονίας του στο κέντρο της Αθήνας, αναφέρεται στο χρονικό της υπόθεσης ως απόρροια του εκφασισμού της κοινωνίας που μεγεθύνθηκε στη διάρκεια της οικονομικής κρίσης. Μάλιστα, όπως αναφέρεται στην ταινία, μπορεί η Χρυσή Αυγή να έμεινε εκτός Βουλής, άφησε όμως πίσω της τους ψηφοφόρους της.
Στο θέμα του Μακεδονικού είναι σίγουρο ότι θα προκαλέσει διάφορους σχολιασμούς μια φράση του Αλέξη Τσίπρα on camera, ο οποίος την ημέρα της ψήφισης της Συμφωνίας των Πρεσπών στη Βουλή ζητούσε επίμονα ένα μικρό σημειωματάριο. Οι συνεργάτες του, όμως, δεν έβρισκαν κι εκείνος, γελώντας, είπε: «Μήπως μιλάω μακεδονικά;».
Ιστορικές στιγμές, κρίσιμες αποφάσεις, θυελλώδεις συνεδριάσεις, ώρες αγωνίας, έντασης και προσμονής, όλα όσα ζήσαμε παρελαύνουν με έναν δομημένο και άψογο κινηματογραφικό τρόπο. Η ταινία του Γιώργου Αυγερόπουλου φωτίζει το αποκαλυπτικό παρασκήνιο που εκτυλίχθηκε πίσω από τις κλειστές πόρτες κυβερνητικών κτιρίων και κατοικιών αξιωματούχων, μέσα σε δωμάτια όπου πολύωρες διαπραγματεύσεις γεμάτες κρυφές προσφορές, μυστικές υποσχέσεις και ωμούς εκβιασμούς κατέληξαν σε δύσκολους συμβιβασμούς. Το σίγουρο είναι ότι περιγράφει με τον καλύτερο τρόπο το πέρασμα του ΣΥΡΙΖΑ στον πολιτικό ρεαλισμό.
Ο σπουδαίος ντοκιμαντερίστας δημιούργησε ένα σπάνιο οπτικοακουστικό ντοκουμέντο που αναμένεται να πυροδοτήσει έντονες συζητήσεις και ποικίλα σχόλια. Ένα κινηματογραφικό ψηφιδωτό της σύγχρονης ελληνικής τραγωδίας που θέτει θεμελιώδη ερωτήματα για το μέλλον τόσο της Ελλάδας όσο και της Ευρώπης.
Συνέντευξη με τον Γιώργο Αυγερόπουλο
— Ποιος είναι ο στόχος της συγκεκριμένης ταινίας;
Να αποτελέσει ένα κομμάτι της ιστορικής μνήμης του λαού μας. Είναι το timelapse ενός λαού που μέσα σε σχεδόν πέντε χρόνια πέρασε από τον ενθουσιασμό στην απογοήτευση, που συμβιβάστηκε, που προσπάθησε σκληρά να επιβιώσει, που μετανάστευσε, που είδε πρόσφυγες να πλημμυρίζουν τις πόλεις του και αντέδρασε με αλληλεγγύη αλλά και με ξενοφοβία και ρατσισμό. Όπως και η πρώτη μου ταινία για την ελληνική κρίση, το «AGORA – Από τη Δημοκρατία στις Αγορές», το «AGORA ΙΙ – Δεσμώτες» αποτελεί ένα αντίδοτο στη λήθη. Είναι η συνέχειά της. Παίρνει το νήμα από κει που το άφησε το πρώτο μέρος, για να το φτάσει στο σήμερα. Πιστεύω πως έτσι οι μελλοντικές γενιές θα μπορούν να έχουν, μεταξύ άλλων πηγών, και μια ταινία τεκμηρίωσης που θα αφηγείται αυτή την ιστορική και ταραγμένη δεκαετία. Γιατί όσα ζήσαμε είναι πολύ σημαντικά για να ξεχαστούν.
— Με την ολοκλήρωση της ταινίας αλλά και παρακολουθώντας από κοντά τις πιο σημαντικές στιγμές της σύγχρονης πολιτικής ιστορίας μας, πού καταλήξατε; Όλα ήταν μια αυταπάτη;
Σωστά τις χαρακτηρίζετε ιστορικές στιγμές, γιατί πράγματι ήταν, όχι μόνο για την Ελλάδα αλλά και για την Ευρώπη. Ήταν η πρώτη φορά που στην Ε.Ε. της κρίσης το νεοφιλελεύθερο δόγμα αναμετρήθηκε ανοιχτά με μια αριστερή κυβέρνηση, που ήρθε να το αμφισβητήσει. Κι αυτή η αναμέτρηση δεν ήταν συνδεδεμένη μόνο με την οικονομία. Ήταν μια ιδεολογικο-πολιτική αναμέτρηση υψίστης σημασίας. Η νίκη του ευρωπαϊκού κατεστημένου επί του Τσίπρα ήταν ένα ιδεολογικό εγχείρημα και η υποταγή του δεύτερου ήταν ένα μάθημα προς όλους: «Βλέπετε, ακόμα κι αυτοί είναι αναγκασμένοι να υποκύπτουν μπροστά στις επιταγές του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού, γιατί τίποτε άλλο δεν είναι εφικτό». Και είναι αλήθεια πως η συνθηκολόγηση του Τσίπρα αποδυνάμωσε τις αριστερές δυνάμεις στην Ε.Ε. Δεν μπορείς να κατηγορήσεις μια κυβέρνηση που επιθυμεί να διαπραγματευτεί καλύτερους όρους. Αυτό για το οποίο μπορείς να την κατηγορήσεις, όμως, είναι η έλλειψη προετοιμασίας και η άγνοια σχετικά με τη λειτουργία του ευρωπαϊκού κατεστημένου. Έτσι, από την εποχή του ιδεαλισμού βρεθήκαμε στην εποχή του ρεαλισμού.
— Ποιες δυσκολίες συναντήσατε και πώς καταφέρατε να σας αφηγηθούν κρίσιμες λεπτομέρειες πολιτικοί όπως ο Τσίπρας και ο Βαρουφάκης;
Έπρεπε να βρίσκομαι αρκετά κοντά στον Βαρουφάκη και στον Τσίπρα, ώστε να έχω πρόσβαση και να μπορώ να τους κινηματογραφώ, αλλά, ταυτόχρονα, αρκετά μακριά ώστε να μπορώ να βλέπω καθαρά. Θα ήθελα να τονίσω πως αυτή η πρόσβαση δεν ήταν αντικείμενο κάποιας συναλλαγής. Ο κ. Τσίπρας και ο κ. Βαρουφάκης δεν έχουν δει καν την ταινία. Προφανώς, η επίγνωση της βαρύτητας των στιγμών έκανε πιο σημαντικό το να πουν οι ίδιοι την ιστορία και όχι άλλοι για λογαριασμό τους ‒ ίσως και η κατανόηση της αξίας ενός ντοκιμαντέρ που θα γυριζόταν για χρόνια, παρακολουθώντας μια ολόκληρη περίοδο σε πολλά επίπεδα. Έτσι βρέθηκα στα παρασκήνια. Έκανα ό,τι καλύτερο μπορούσα για να βρεθώ όσο πιο κοντά γινόταν σε κάποιον που δεν ήταν ο υπουργός Οικονομικών ή ο πρωθυπουργός. Συνέβαινε κάτι και το έβλεπα στις εφημερίδες μετά από είκοσι ημέρες, συχνά γραμμένο λάθος. Δεν μπορούσα να μιλήσω όμως. Αν παρασυρόμουν από την ειδησεογραφία και τον θόρυβο της στιγμής, θα έθετα την πρόσβαση που μου είχε δοθεί σε κίνδυνο. Όφειλα να κρατηθώ όσο γινόταν πιο μακριά από τη φασαρία, τις συζητήσεις και την επικαιρότητα, εάν επιθυμούσα να καταγράψω τη μεγάλη εικόνα, την Ιστορία, με την ψυχραιμία και τη σοβαρότητα που της αξίζουν.
— Αν σας ρωτούσα τι είναι αυτό που έμεινε στην ελληνική κοινωνία απ’ όλα αυτά τα συγκλονιστικά που συνέβησαν τα τελευταία πέντε χρόνια, τι θα μου απαντούσατε;
Ερείπια. Αυτό έμεινε. Όχι μόνο εξαιτίας των τελευταίων πέντε χρόνων αλλά και εξαιτίας αυτών που προηγήθηκαν. Ερείπια ψυχών και ανοιχτές πληγές στο σώμα μιας κοινωνίας που τραυματίστηκε βαρύτατα από τις πολιτικές των μνημονίων, από την προσδοκία για αλλαγή, από την απογοήτευση, από την ήττα. Τα τραύματα θα πάρουν πολύ χρόνο να επουλωθούν και η διαδικασία θα είναι επώδυνη. Τίποτα δεν έχει τελειώσει ακόμα.
— Οδηγηθήκαμε σε έναν πιο συντηρητικό δρόμο;
Πιστεύω πως η κοινωνία μας εκφασίζεται και συντηρητικοποιείται αργά και σταθερά. Κι αυτό δεν έχει να κάνει τόσο με την πολιτική τοποθέτηση του καθενός όσο με τη συμπεριφορά των ανθρώπων. Πολλοί πιστεύουν ότι από τη στιγμή που η Χρυσή Αυγή δεν μπήκε στη Βουλή μετά τις πρόσφατες εκλογές ο κίνδυνος έχει αποσοβηθεί. Θα ήθελα όμως εδώ να θυμίσω πως οι ψηφοφόροι της δεν εξαφανίστηκαν. Τα ρατσιστικά και ξενοφοβικά περιστατικά έχουν ριζώσει στις γειτονιές. Με αφορμή το Μακεδονικό εθνικιστικά αντανακλαστικά βγήκαν στην επιφάνεια και είναι σίγουρο πως θα ενταθούν την προσεχή περίοδο. Ένας άνθρωπος λιντσαρίστηκε μέρα μεσημέρι στο κέντρο της Αθήνας. Από το πουθενά άνοιξε το θέμα των εκτρώσεων, κάτι που η ελληνική κοινωνία το έχει ξεπεράσει και νομοθετήσει εδώ και καιρό. Γυρνάμε πίσω.
Via: Yorgos Avgeropoulos’ interview in the 2nd issue of You May Say | You May Say (in Greek)
H συνέντευξη του Γιώργου Αυγερόπουλου στο 2ο τεύχος του You May Say…
15.01.2020
Αποστόλης Καπαρουδάκης
Γιώργος Αυγερόπουλος, Η χαραμάδα της ιστορίας
Ο μοναδικός που κινηματογραφούσε πίσω από τις κλειστές πόρτες «των θεσμών» το 2015, λίγο πριν βγει στις αίθουσες η νέα του ταινία «AGORA ΙΙ – Δεσμώτες» μας μιλάει… για όσα σφήνωσαν στη χαραμάδα της ιστορίας.
Πριν λίγα χρόνια, παρακολουθώντας το AGORA I, Από την Δημοκρατία στις Αγορές, το ντοκιμαντέρ που κατέγραψε όσα συνέβησαν στην Ελλάδα από την αρχή της κρίσης μέχρι και τον Ιανουάριο του 2015, νιώσαμε συμπυκνωμένο το χρόνο να μας επιτίθεται. Ενοχλημένοι, συνειδητοποιήσαμε ότι είχαμε επιτρέψει στον εαυτό μας, κάποια από «αυτά τα σημαντικά» να τα έχει ήδη ξεχάσει. Επειδή ζούσαμε ακόμη «στο δόγμα του σοκ»; Ή επειδή αν τα θυμόμασταν όλα, δύσκολα θα τη βγάζαμε καθαρή; Ο κινηματογράφος που αξίζει, σε φέρνει αντιμέτωπο με τον εαυτό σου. Και ο Αυγερόπουλος καταφέρνει και με το νέο του ντοκιμαντέρ… να μας δυσκολεύει με αυτόν τον τρόπο.
Η νέα του ταινία, το AGORA II – Δεσμώτες, είναι η συνέχεια του δράματος. Ίσως και «της ελπίδας», αυτής που το 2015 «έρχονταν» και σήμερα ακόμη στέλνει sms «έχει κίνηση, όπου να ‘ναι φτάνω».
Το AGORA I σάρωσε τα διεθνή βραβεία: Rockie του Banff World Media Festival (Καναδάς, 2016), Gold Hugo (52ο Κινηματογραφικό Φεστιβάλ Σικάγο), Otto Brenner (Γερμανία, 2015), ενώ προβλήθηκε και από δεκάδες τηλεοπτικούς σταθμούς σε Ευρώπη, Αμερική, Μέση Ανατολή, Ασία και Αυστραλία.
Το AGORA II – Δεσμώτες είναι μια παραγωγή της SmallPlanet σε συμπαραγωγή με το WDR και τη συνεργασία του ARTE. Θα κυκλοφορήσει τόσο στην Ελλάδα όσο και διεθνώς, στις αρχές του 2020. Είναι σίγουρο ότι και η νέα αυτή ταινία θα σαρώσει τα βραβεία. Λίγα ντοκιμαντέρ καταγράφουν ένα δράμα εκ των έσω με τέτοιο τρόπο, κι αυτό διαθέτει αποκλειστικές εικόνες από την οικονομική δολοφονία μιας ολόκληρης χώρας.
Σημαντικότερο όμως είναι εμείς, ως θεατές, ποιο βραβείο και ποιόν ψόγο επιφυλάσσουμε στον εαυτό μας. Πρωταγωνιστές της ταινίας είναι οι δικοί μας άνθρωποι, αυτοί που δολοφονήθηκαν. Κυριολεκτικά. Όπως ο Παύλος και ο Ζακ. Αλλά και μεταφορικά, μένοντας άστεγοι, άνεργοι, μεταναστεύοντας, βιώνοντας την αναξιοπρέπεια της πείνας ή την αγωνία της απειλής της.
Είμαστε όμως μόνο αυτό; Είμαστε μόνο θύματα; Μέσα στην περιρρέουσα κατάθλιψη που κυκλώνει τους ηττημένους του «61,31% Όχι», όσους κέρδισαν ένα δημοψήφισμα χάνοντάς το ταυτόχρονα, η ζωή συνεχίζεται. Αναζητώντας τη συλλογική μας ταυτότητα νιώθουμε την αγωνία να θυμηθούμε και να ταξινομήσουμε στο χωροχρόνο όσα συνέβησαν από το ‘15 μέχρι σήμερα. Κι η ταινία το προσφέρει αυτό απλόχερα και με εγκυρότητα σπάνια.
Πρέπει όμως και να αντιληφθούμε τους μηχανισμούς της ιστορίας, της οικονομίας, της πολιτικής που έπαιξαν με τις ζωές μας, να δούμε την προσωπική μας ιστορία ως μέρος της ευρύτερης, για να νιώσουμε τι μας συμβαίνει. Και αυτήν «την ευρύτερη ιστορία», οι Δεσμώτες μάς την παρουσιάζουν σαν ένα ψηφιδωτό: κάθε πλάνο μια ψηφίδα του. Κάθε ψηφίδα μια μικρή ανθρώπινη ιστορία. Μικρές ψηφίδες κι οι πρωταγωνιστές της πολιτικής ζωής της χώρας: τα χαραγμένα από την αγωνία πρόσωπα και τα τσαλακωμένα σακάκια του Τσίπρα, του Βαρουφάκη, του Τσακαλώτου, του Δραγασάκη. Η ταινία δεν τους κρίνει, τους αφήνει να κρίνουν μόνοι τον εαυτό τους, φέρεται και σε αυτούς με τον ίδιο σεβασμό που φέρεται και σε εμάς «τους ανώνυμους». Κι αυτό εμπεριέχει εξ ορισμού μια τιμιότητα σπάνια και ένα βλέμμα καθαρό.
Το «εμείς», ζητούμενο πάντα σε μια χώρα που κατέρρευσε κοινωνικά, εμπεριέχει την ιστορία μας, το δρόμο που μας έφερε ως εδώ. Κι ο Αυγερόπουλος επιλέγει να περπατήσει με την κάμερά του το δρόμο που διαβαίνουν οι δικοί μας πρόσφυγες, οι σύγχρονοι Έλληνες οικονομικοί μετανάστες. Και σε αυτόν το δρόμο συναντάει και το βήμα «των ξένων» που ζουν τώρα στην Ελλάδα, των δικών ανθρώπων που έτυχε να γεννηθούν αλλού. Και καταγράφει τις ζωές τους ως μέρος του «εμείς».
Όσο εξελίσσεται η ταινία, τα γεγονότα της Ελλάδας οδηγούν με μαθηματική ακρίβεια στην ενδυνάμωση του φασισμού, και οι συνθήκες που γέννησαν το ΄Β Παγκόσμιο Πόλεμο βρίσκουν την αντιστοιχία τους στη σύγχρονη δυστοπία. Ο θεατής καταφέρνει να τοποθετήσει τον εαυτό του στην Ιστορία και τις διαδικασίες της, όσο δυσάρεστο κι αν του είναι αυτό. Προφανώς θα μας ήταν ευκολότερο να μη θυμόμαστε, ακόμη περισσότερο να μην καταλαβαίνουμε…
Πως αισθάνεσαι τώρα, με την ολοκλήρωση του ντοκιμαντέρ με το οποίο ασχολήθηκες επί πέντε και πλέον χρόνια της ζωής σου;
Πρόκειται για την πιο δύσκολη ταινία που έφτιαξα ποτέ. Αφηγηματικά, ήταν μία πρόκληση το να συνδυαστούν διαφορετικά επίπεδα του χρόνου, χαρακτήρες και θεματικές ώστε να παρουσιάσω τελικά στο θεατή ένα σύνολο που να έχει νόημα και ειρμό. Επί της ουσίας, πρόκειται για το timelapse, την καρέ-καρέ χρονική αποτύπωση, της ζωής ενός λαού που μέσα σε πέντε χρόνια πέρασε από την αισιοδοξία και τον ενθουσιασμό στην απογοήτευση, που συμβιβάστηκε και προσπάθησε σκληρά να επιβιώσει, που είδε πρόσφυγες να πλημμυρίζουν τις πόλεις του, που αντέδρασε με αλληλεγγύη αλλά και με ξενοφοβία και ρατσισμό…
Το δραματικό πρώτο εξάμηνο του 2015, ήσουν ο μοναδικός που κινηματογραφούσε τα παρασκήνια και τις μυστικές διαπραγματεύσεις πίσω από τις κλειστές πόρτες «των θεσμών». Δεν μας είπες όμως κάτι εκείνη τη στιγμή. Δεν επαναστατούσε ο δημοσιογράφος μέσα σου;
Έκανα ό,τι καλύτερο μπορούσα για να βρεθώ όσο πιο κοντά γίνεται να βρεθεί κάποιος που δεν είναι ο υπουργός οικονομικών ή ο πρωθυπουργός. Συνέβαινε κάτι σήμερα και το έβλεπα στις εφημερίδες γραμμένο μετά από είκοσι ημέρες και μάλιστα, συχνά, γραμμένο λάθος. Δεν μπορούσα ωστόσο να μιλήσω. Αν παρασυρόμουν από την ειδησεογραφία και από το θόρυβο της στιγμής, θα πρόδιδα την εμπιστοσύνη των ανθρώπων που μου έδωσαν πρόσβαση, και, ως εκ τούτου, θα έθετα αυτή την πρόσβαση σε κίνδυνο. Επίσης, όφειλα να κρατηθώ όσο γίνονταν πιο μακριά από τη φασαρία, τις συζητήσεις και το θόρυβο των ημερών, εάν επιθυμούσα να καταγράψω τη μεγάλη εικόνα, την ιστορία, με την ψυχραιμία και τη σοβαρότητα που της αξίζει. Ήμουν εκεί για ένα project που θα διαρκούσε πέντε χρόνια, όχι για την είδηση της στιγμής.
Ήσουν εκεί στις δραματικές συνεδριάσεις του Eurogroup, στην κρίσιμη συνάντηση του Σόιμπλε με τον Βαρουφάκη, στην κρίσιμη συνάντηση του Τσίπρα με την Μέρκελ και τον Ολάντ. Αισθανόσουν ότι εκείνη τη στιγμή γράφονταν ένα μέρος της σύγχρονης ευρωπαϊκής ιστορίας;
Ναι, είχα επίγνωση της σοβαρότητας, του ιστορικού βάρους των στιγμών που κινηματογραφούσα. Πρόκειται για γεγονότα αντίστοιχα με άλλα μεγάλα γεγονότα της ιστορίας, όπως η πτώση του τείχους του Βερολίνου. Ήταν η πρώτη φορά που στην Ευρώπη της κρίσης, η αριστερά αναμετριόταν με το κυρίαρχο νεοφιλελεύθερο δόγμα. Κι αυτό δεν ήταν συνδεδεμένο απλώς με την οικονομία. Ήταν μια ιδεολογική και πολιτική αναμέτρηση υψίστης σημασίας.
Η νίκη του ευρωπαϊκού κατεστημένου επί του Τσίπρα ήταν και ένα ιδεολογικό εγχείρημα. Η υποταγή, η αναγκαστική συνθηκολόγησή του, αποδυνάμωσε και τις υπόλοιπες αριστερές ευρωπαϊκές δυνάμεις. Ήταν ένα μάθημα: «Βλέπετε, ακόμα και αυτοί είναι αναγκασμένοι να υποκύψουν μπροστά στις επιταγές του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού, τίποτα άλλο δεν είναι εφικτό».
Δε σε κύκλωνε η αγωνία; Εννοώ, ως Έλληνα που το μέλλον της χώρας του παίζονταν; Δεν πάλεψες να κρυφακούσεις πίσω από τις κλειστές πόρτες;
Είχα την ευκαιρία να ακούσω ένα Eurogroup από μια διπλανή αίθουσα. Ο ενδιάμεσος τοίχος ήταν από γυψοσανίδα, μια κακοτεχνία άφηνε μια χαραμάδα κι ο ήχος απ’ τη διπλανή αίθουσα έφτανε ελεύθερα σε εμένα. Είναι, τότε, 27 Ιουνίου του 2015, ένα από τα πιο κρίσιμα και δραματικά Eurogroup. Ο Τσίπρας έχει μόλις ανακοινώσει το δημοψήφισμα και η συνεδρίαση είναι θυελλώδης. Μας κατηγορούν ότι εγκαταλείψαμε τις διαπραγματεύσεις μονομερώς και ότι το δημοψήφισμα μεταφράζεται ως «ναι ή όχι στο ευρώ». Την πέφτουν άσχημα στον Βαρουφάκη, φωτιά και λαύρα οι Βόρειοι, ο Σαπέν προσπαθεί κάτι να πει αλλά είναι στην ουσία ανίσχυρος, ο Κύπριος είναι βασιλικότερος του Βασιλέως και η απειλή του Grexit είναι πλέον δημόσια. Θυμάμαι να ακούω ακίνητος από εκείνη την χαραμάδα όση ώρα διαρκεί η συνεδρίαση.
Όταν τελείωσε η συνεδρίαση, ο Βαρουφάκης και ο Τσακαλώτος ανεβαίνουν στα γραφεία της ελληνικής αντιπροσωπείας στον 7ο όροφο, όπου όλοι είναι ανάστατοι, και ενημερώνουν τον Δραγασάκη. Το ίδιο απόγευμα η ελληνική αντιπροσωπεία αποχωρεί χωρίς κανείς να ξέρει τι θα γίνει την εβδομάδα που ακολουθεί. Ήμασταν όλοι τσαλακωμένοι, οι υπάλληλοι της μόνιμης αντιπροσωπείας στις Βρυξέλλες ήταν με δάκρυα στα μάτια.
Δεν το έγραψε η κάμερα…
Δεν είχα το σθένος να σηκώσω την κάμερα να καταγράψω τα πρόσωπα των ανθρώπων εκείνη τη στιγμή, μου ήταν αδύνατον. Νομίζω είναι ανθρώπινο.
Πως χτίστηκε η σχέση σου με τους επώνυμους πρωταγωνιστές του ντοκιμαντέρ, με τα πολιτικά πρόσωπα; «Η πρόσβαση στην εξουσία» ή τέλος πάντων σε αυτούς που την ασκούν, δεν κινδυνεύει να θολώσει το βλέμμα αυτού που δουλειά του είναι να καταγράψει την ιστορία;
Κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων του πολιτικού σκέλους της ταινίας, αισθανόμουν ότι περπατούσα σε ναρκοπέδιο. Έπρεπε να βρίσκομαι τόσο κοντά στον Βαρουφάκη και στον Τσίπρα, ώστε να έχω πρόσβαση να τους κινηματογραφώ, αλλά ταυτόχρονα και τόσο μακριά ώστε να μπορώ να βλέπω καθαρά.
Για να κρατήσω την απόσταση που έπρεπε, επέλεξα να μην αξιοποιήσω ορισμένες επαγγελματικές προτάσεις, που μου έγιναν κατά την διάρκεια της παραγωγής της ταινίας. Μη φανταστείς ότι μου προτάθηκε κάτι με την έννοια της συναλλαγής, δεν υπήρχε τέτοια πρόθεση ή τέτοιο κλίμα. Μου προτάθηκαν όμως θέσεις, οι οποίες με ενδιέφεραν δημιουργικά και τις είχα και ανάγκη και οικονομικά ώστε να ολοκληρωθεί η ταινία.
Αν δεχόμουν για παράδειγμα τη θέση του συντονιστή του καναλιού της Βουλής, πως θα μπορούσα να διατηρήσω την ευθυκρισία μου στην καταγραφή των γεγονότων στην ταινία; Ή αν δεχόμουν τη θέση του εντεταλμένου συμβούλου προγράμματος της ΕΡΤ… Θα έπαιρνα μεγάλο ρίσκο. Δε γίνεται εύκολα να αμείβεσαι για μια θέση αυτού του είδους, διορισμένος πρακτικά από την κυβέρνηση, και μετά να μπαίνεις στο μοντάζ με καθαρό κριτήριο να καταγράψεις την ιστορία, στην οποία αυτοί που πρωταγωνιστούν είναι με κάποιο τρόπο και εργοδότες σου. Αν λειτουργούσα διαφορετικά η πίεση που θα αισθανόμουν θα ήταν πιθανά καταστροφική.
«Σοσιαλιστικές νησίδες δεν μπορούν πλέον να υπάρχουν. Κι αν υπάρξουν είναι αναγκασμένες σε συμβιβασμούς και υποχωρήσεις». Αυτά είναι τα λόγια του πρώην πρωθυπουργού στην κάμερά σου. Αυτό, θα έλεγες, είναι το πολιτικό συμπέρασμα της ταινίας;
Όχι. Αυτό νομίζω είναι το στίγμα της νέα περιόδου του Αλέξη Τσίπρα. Η πολιτική του μετεξέλιξη και «η ενηλικίωσή του», η μετάβαση αν θέλετε από τον ιδεαλισμό στον ρεαλισμό.
Δέχτηκες πιέσεις κάποιου είδους; Ρωτάω, γιατί συνήθως όταν κάποιος σου δίνει πρόσβαση σε κάτι απόρρητο, έχει και τις απαιτήσεις του…
Όχι. Ούτε από τον Βαρουφάκη ούτε από τον Τσίπρα που θα επιθυμούσαν πιθανά να κυριαρχεί η δική τους άποψη στην καταγραφή της ιστορίας. Ο Βαρουφάκης μού έδειξε εμπιστοσύνη από την αρχή. Στον πρώην πρωθυπουργό απέκτησα πρόσβαση αρκετά αργότερα, το 2017. Σίγουρα έπαιξε ρόλο το ότι γνώριζαν τη δουλειά μου και σε αυτή τη βάση μού έδειξαν εμπιστοσύνη. Νομίζω δεν πρόδωσα την εμπιστοσύνη τους.
Θα νοιώσουν, πιστεύεις, ευχαριστημένοι με την καταγραφή της ταινίας;
Ο καθένας μας θα ήθελε για τον εαυτό του το ρόλο του ήρωα. Η πραγματικότητα όμως είναι πάντα πιο σκληρή και πιο σύνθετη, σίγουρα δε μας ηρωοποιεί… Κατά τη γνώμη μου, δεν υπάρχουν ήρωες, ούτε σωτήρες που θα μας σώσουν. Αν είναι κάποιος ήρωας σε αυτήν την ιστορία είναι ο λαός, οι απλοί καθημερινοί άνθρωποι.
Via: “AGORA II – Chained”: The new film by Yorgos Avgeropoulos generates news | TVXS (in Greek)
«AGORA II – Δεσμώτες»: Η νέα ταινία του Αυγερόπουλου βγάζει ειδήσεις
23.01.2020
Φωτεινή Λαμπρίδη
Tο νέο ντοκιμαντέρ του πολυβραβευμένου δημοσιογράφου και κινηματογραφιστή Γιώργου Αυγερόπουλου, AGORA ΙΙ – Δεσμώτες, βγάζει ειδήσεις, γιατί ήταν ο μόνος συνάδελφος, που ακολουθούσε κατά πόδας τον Αλέξη Τσίπρα και τον Γιάννη Βαρουφάκη στις πιο κρίσιμες συναντήσεις τους με τους θεσμούς. Είναι ίσως η σημαντικότερη καταγραφή της κρίσιμης τετραετίας 2015 – 2019 και ταυτόχρονα όπως λέει ο ίδιος «η αποτύπωση του αισθήματος ενός λαού, από την αισιοδοξία στην απογοήτευση μετά στον εκφασισμό στην συντηρητικοποίηση».
Ρωτάω τον Γιώργο Αυγερόπουλο αν έβαλαν όρους ο Αλ. Τσιπρας και ο Γ. Βαρουφάκης για να του δώσουν τέτοια πρόσβαση και μου απαντάει αρνητικά. «Δεν έχουν δει καν το έργο ούτε ο Τσίπρας ούτε ο Βαρουφάκης. Ούτε ζήτησαν ποτέ τίποτα. Πιστεύω πως ήθελαν να πουν την ιστορία οι ίδιοι και όχι άλλοι για λογαριασμό τους και εκτίμησαν την αξία της οπτικοακουστικής καταγραφής ως τεκμηρίου ιστορικής μνήμης, σε ένα ντοκιμαντέρ που θα γυριζόταν για χρόνια παρατηρώντας όχι μόνο την πολιτική αλλά και την κοινωνία. Ο καθρέφτης μιας ολόκληρης περιόδου, απαλλαγμένος από τον θόρυβο της καθημερινής ειδησεογραφίας. Και κάπως έτσι βρέθηκα στα παρασκήνια, κινηματογραφώντας ο ίδιος όπου μπορούσα και όπως μπορούσα ακόμα και με το κινητό μου τηλέφωνο. Παρακολουθούσα την ιστορία εν τη γενέσει της, ζώντας την αγωνία, την απογοήτευση και το κυνήγι του χρόνου».
Η ταινία AGORA ΙΙ – Δεσμώτες, είναι η δεύτερη ταινία του Αυγερόπουλου για την ελληνική κρίση, μετά το «AGORA – Από την Δημοκρατία στις Αγορές» το οποίο κυκλοφόρησε παγκοσμίως το 2015 και απέσπασε πέντε σημαντικά διεθνή βραβεία. Είναι μια συμπαραγωγή με τη συμμετοχή γερμανικών και γαλλικών δικτύων, στην οποία συμμετείχε και η ΕΡΤ πριν αποχωρήσει με απόφαση της νέα διοίκησης.
Το δεύτερο μέρος κινείται στον χρονικό άξονα 2015 – 2019. Η βελόνα πηγαίνει μπρος – πίσω. Δεν ακολουθεί ευθύγραμμη αφήγηση. Τα γεγονότα όμως βρίσκονται στη σωστή σειρά. Από την πρώτη περίοδο της διαπραγμάτευσης της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ και το δημοψήφισμα έως τα συλλαλητήρια ενάντια στη Συμφωνία των Πρεσπών και την εκλογή Μητσοτάκη. «Μπήκα στον πειρασμό να βγάλω την ταινία τον Σεπτέμβρη του 2015 γιατί είχα σημαντικό υλικό ήδη, αλλά κάτι μου έλεγε να περιμένω» λέει ο Γ. Αυγερόπουλος.
Η κάμερα του μας βάζει σε κλειστά γραφεία συσκέψεων, στα αυτοκίνητα που πηγαινοφέρνουν τον τότε πρωθυπουργό και υπουργό οικονομικών, στις κρίσιμες συναντήσεις. Μέσα στα αεροπλάνα που θα τους μεταφέρουν στα Eurogroups και τις συνόδους, που παρακολουθούσε όλη η υφήλιος με κομμένη την ανάσα. Βλέπουμε τις παράλληλες συνεντεύξεις Τσίπρα – Βαρουφάκη, με τα σχόλια τις αντιφάσεις αλλά και τους κοινούς τόπους στην πολιτική τους. «Η αλήθεια είναι πως ένιωσα πιο έντονα την ασφυξία που ζήσαμε παρακολουθώντας το Αγορά ΙΙ – Δεσμώτες, παρά όταν είδα την ταινία του Γάβρα παρά τη δραματοποίηση» λέω στον Γιώργο. «Εγώ να δεις πως την ένιωσα. Είχα κάνει τη διαδρομή Αθήνα Βρυξέλλες, Καλλιθέα – Κουκάκι» απαντά.
Μοιάζει επίσης να είναι η πιο προσωπική ταινία του. Χωρίς να εμπλέκεται ο ίδιος και όσο αυστηρά κι αν κρατάει τις αποστάσεις από τα γεγονότα και τους πρωταγωνιστές του. Συμφώνησε: «Είμαι και εγώ ένας από όλους μας. Το να μιλήσω για όσα με καίνε μέσα από μια ταινία ήταν για μένα βαλβίδα αποσυμπίεσης. Επίσης πιστεύω πως πρόκειται για την πιο δύσκολη ταινία που έφτιαξα ποτέ. Αφηγηματικά, ήταν μία πρόκληση το να συνδυαστούν διαφορετικά επίπεδα στον χρόνο, χαρακτήρες και θεματικές ώστε να δίνουν στον θεατή ένα ομογενοποιημένο σύνολο.»
«Όταν η φλόγα δε ζεσταίνει άλλο/ άγριες οι μέρες μας» λέει το τραγούδι των τίτλων σε στίχους δικούς του και μουσική του Γιάννη Παξεβάνη. Τραγουδάει ο ίδιος ο δημιουργός, σαν να ταυτίζεται με τους πιο ευάλωτους και θαρραλέους από τους πρωταγωνιστές του. Την άνεργη μάνα στη Θεσσαλονίκη, τον πρόσφυγα που ακολουθεί από την πρώτη μέρα που έφτασε στη Μόρια, τον Ζακ Κωστόπουλο, τη Μάγδα Φύσσα, εσένα, εμένα.
«Τα τελευταία χρόνια νιώθω ότι κλείστηκα σε καβούκι και ταυτόχρονα περπατούσα σε τεντωμένο σχοινί. Έπρεπε να έχω καθαρή ματιά, παρόλο που έβραζα όπως όλοι μας στην ίδια σούπα και για να το κάνω αυτό έπρεπε να βλέπω τα γεγονότα σαν Γάλλος, όχι σαν Έλληνας που τα ζει. Ταυτόχρονα έπρεπε να είμαι πολύ κοντά στον Τσίπρα και τον Βαρουφάκη αλλά ταυτόχρονα μέσα μου να κρατάω και τις αποστάσεις που έπρεπε» λέει ο Γ. Αυγερόπουλος στο Tvxs.gr και προσθέτει πως χάρη στο ντοκιμαντέρ αυτό δεν αποδέχτηκε καμία θέση από αυτές που του προτάθηκαν. «Πως θα μπορούσα να πληρώνομαι πχ για μια διοικητική θέση στο κανάλι της Βουλής και να είμαι ανεξάρτητος όσον αφορά την κριτική μου στην κυβέρνηση;»
Η κάμερα του Αυγερόπουλου πηγαινοέρχεται από το νεκροταφείο προσφύγων στη Μόρια, στις Βρυξέλλες. Από το δράμα των προσφύγων στο δράμα της διαπραγμάτευσης και στην σφιχτή θηλιά των ευρωπαίων αξιωματούχων. Από τις χιλιάδες των διαδηλωτών στο Σύνταγμα τις μέρες του δημοψηφίσματος, στο γραφείο του φιλοσόφου Αλαίν Μπαντιού που επέμενε ότι η μάχη είναι πρωτίστως ιδεολογική. Από το προσκήνιο των πολιτικών εξελίξεων στο έντονο παρασκήνιο. Ο θεατής ζει ξανά τις δραματικές εξελίξεις, έχοντας όμως ένα επιπλέον πλεονέκτημα: Το καθαρό βλέμμα του κινηματογραφιστή που μοιάζει να ξέρει καλά πως η σωστή ερώτηση είναι αυτή που εκμαιεύει τις πιο μεγάλες αλήθειες. Δεν είναι τυχαίο εξάλλου, που σε αυτή την ταινία, θα δείτε και θα ακούσετε τον Αλέξη Τσίπρα να κάνει την πιο ουσιαστική αυτοκριτική για το πρώτο εξάμηνο των διαπραγματεύσεων.
«Η δημιουργική ασάφεια ήταν προς όφελος των ισχυρών, ήταν λάθος αυτό που το δεχτήκαμε. Σύντομα διαπιστώσαμε, ανακαλύψαμε ότι άλλα εμείς λέγαμε κι άλλα οι άλλοι εννοούσανε. Οι ευθύνες ανήκουν κυρίως σε εμένα.» λέει ο Αλ. Τσίπρας ο οποίος σε ένα άλλο σημείο αποκαλεί τον Βαρουφάκη «Μέγα Ναπολέοντα».
Ακούμε τον Μοσκοβισί να λέει ότι ο Σόιμπλε μπλόφαρε, τον Βαρουφάκη να προβλέπει ότι οι πολίτες θα φοβηθούν στο δημοψήφισμα και θα ψηφίσουν «Ναι». Ακούμε τι είπαν στον Τσίπρα στα άτυπα τηλεφωνήματα Μέρκελ, Ρέντσι, Ολάντ, όταν ανακοίνωσε το δημοψήφισμα. Τι τον συμβούλεψε ο Ομπάμα πριν την κρισιμότερη συνάντηση με τους θεσμούς. Μέσα σε αυτό το κλίμα, ο Τζουάν, ο πρόσφυγας που ακολουθεί ο κινηματογραφιστής κάνει βόλτες στην κατακρεουργημένη από την κρίση Αθήνα. «Στη χώρα μας δεν έχουμε τόσους άστεγους. Οι άνθρωποι στα μέρη μας πεθαίνουν μια φορά. Εδώ πεθαίνουν κάθε μέρα» παρατηρεί πριν κινήσει προς την Ειδομένη για να συναντήσει τα ερμητικά κλειστά σύνορα της Ευρώπης.
Όσο η βελόνα μετακινείται στα τελευταία χρόνια, ο εκφασισμός της κοινωνίας διαγράφεται πιο ανάγλυφα στην ταινία. Η δολοφονία του Ζακ Κωστόπουλου και τα εθνικιστικά συλλαλητήρια δίνουν το στίγμα. Στον επίλογο της ταινίας ακούμε την Μιράντα Ξαφά να λέει πως δεν χρειαζόμαστε δημόσια νοσοκομεία, αφού προηγουμένως είχαμε ακούσει τον μεγάλο αριθμό ιδιωτικοποιήσεων κατά την διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ. Τον ρωτάω αν είναι μια εικόνα από το μέλλον μας. «Ναι, είναι μια εικόνα από το μέλλον του σκληρού νεοφιλελευθερισμού. Έχοντας εφαρμόσει μια κυβέρνηση της αριστεράς ένα νεοφιλελεύθερο πρόγραμμα έρχεται απενοχοποιημένη η δεξιά ώστε να το κάνει πιο σκληρά “να το κάνει όπως πρέπει”, όπως μου είπε χαρακτηριστικά ο κ. Αδωνις Γεωργιάδης. Ο ελληνικός λαός ζει τη μέρα της μαρμότας.»
Του ζήτησα να φύγει από την απόσταση που επιβάλει η δουλειά του καλού δημοσιογράφου και να μου πει ποια είναι η προσωπική του γνώμη για τις κρίσιμες πολιτικές εξελίξεις που κατέγραψε; «Δεν μπορείς να κατηγορήσεις μια κυβέρνηση επειδή προσπαθεί να διαπραγματευτεί. Ήταν η πρώτη φορά κατά τη διάρκεια της κρίσης που ακούστηκε η φωνή της Ελλάδας στις Βρυξέλλες. Ωστόσο μπορείς να κατηγορήσεις μια κυβέρνηση για κακή προετοιμασία και για άγνοια σχετικά με την λειτουργία του ευρωπαικού κατεστημένου. Από την πρώτη στιγμή έγινε φανερό ότι αυτή, δεν θα ήταν μία μάχη στενά συνδεδεμένη μόνο με την οικονομία, αλλά και μία πολιτικοιδεολογική μάχη ύψιστης σημασίας, αφού ήταν η πρώτη φορά που στην Ευρώπη της κρίσης, το κραταιό νεοφιλελεύθερο δόγμα θα συγκρουόταν με μια κυβέρνηση της αριστεράς», αναφέρει και προσθέτει:
«Γι’ αυτό και η μνημειώδης νίκη του νεοφιλελευθερισμού επί του Τσίπρα ήταν ένα ιδεολογικό εγχείρημα, ένα μάθημα προς όλους: Τίποτ’ άλλο δεν είναι εφικτό και πρέπει αυτό να το αποδεχθείτε με κάθε κόστος. Πράγματι η κυβέρνηση Τσίπρα πιστώνεται με το γεγονός ότι έβγαλε την χώρα από τα μνημόνια και ότι προσπάθησε όπως μπορούσε να προστατέψει τους πιο αδύναμους. Όμως το κόστος σε κάθε επίπεδο, ιδεολογικό, πολιτικό και κοινωνικό ήταν τεράστιο και η κρίση εξακολουθεί να βρίσκεται εδώ. Οι πληγές που άφησε θα κάνουν χρόνια να επουλωθούν. Και έτσι από την εποχή της “εφόδου στον ουρανό” περάσαμε στην εποχή της “κανονικότητας”».
“Το AGORÁ II – Δεσμώτες (110 min) είναι μια παραγωγή της SmallPlanet, σε συμπαραγωγή με το WDR (Γερμανία) και τη συνεργασία του ARTE (Γαλλία/Γερμανία). Θα κυκλοφορήσει τόσο στην Ελλάδα όσο και διεθνώς τον Φεβρουάριο.”
Michel Sapin, former French politician, served as Minister of Finance from 1992 to 1993 and from 2014 to 2017, playing a crucial role during the 2015 negotiations between the Greek government and its institutional creditors.
Pierre Moscovici, French politician, had been minister of Finance from 2012 to 2014 when he assumed as European Commissioner of Economic and Financial Affairs, Taxation and Customs. Moscovici, who had been in the heart of the negotiations of 2015, has publicly charged former Minister of Finance, Yanis Varoufakis, for the way he handled the negotiations with the institutions.
Jack Lew, American attorney and Democratic Party politician, served as United States Secretary of the Treasury from 2013 to 2017. He watched closely developments in negotiations between Greece and its creditors, urging for the need to reach an agreement, while in 2016, in line with IMF, he called repeatedly for debt restructuring, deeming Greece’s debt as unsustainable.
Daleep Singh, American economist, worked at the U.S. Treasury from 2011 to 2017. As Assistant Secretary for financial markets he helped shape the Department’s response to the crisis in Greece. In February 2015 he visited Athens and met with the government’s economic and finance team.
Euclid Tsakalotos is an economist and politician who has been Minister of Finance from July 2015 until July 2019. During the first months of Alexis Tsipras administration he was appointed as Alternate Minister within the Ministry of Foreign Affairs and led the team which negotiated the third bailout package.
Adonis Georgiades began his career as a TV salesperson that promoted books of nationalist and far-right content while he also hosted the TV show the Rise of the Greeks. In 2007 he entered the Greek parliament with the nationalist Popular Orthodox Rally (LAOS) party. In 2012 he moved into the conservative New Democracy party. He served as Minister for Health from June 2013 until June 2014. Today, he serves as Development Investments Minister in the newly-elected government of New Democracy.